- καταπλάστης
- καταπλάστης, ὁ (Α) [καταπλάσσω]αυτός που επιθέτει κατάπλασμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλαστῶν — καταπλάστης one who plasters masc gen pl καταπλαστός plastered over masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)